- θυννίτης
- θυνν-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A tunny-fisher, Rev.Arch.28(1928).393 (Varna, θυνεῖται lapis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυννίτης — θυννίτης, ὁ (Α) [θύννος] επιγρ. ψαράς τόν(ν)ων … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek